- ζαστανώνω
- μετ.1) ставить в затруднительное положение; 2) загнать (дичь, зверя)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζαστανώνω — 1. φέρνω κάποιον σε δύσκολη θέση 2. (για κυνηγετικά σκυλιά) εξαναγκάζω το θήραμα να υποκύψει, να σταματήσει … Dictionary of Greek